Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὸ ἔφιππον

См. также в других словарях:

  • Ἔφιππον — Ἔφιππος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφιππον — ἔφιππος on horseback masc/fem acc sg ἔφιππος on horseback neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GEORGII (S.) — S. GEORGII quem Graeci μεγαλομάρτυρα vocant, imago, in nummis aliquot Ioh. et Manuelis Comnenorum aeris efficta cernitur, nudatum ensem vel spiculum dextrâ, clypeum sinistrâ renentis: caput margaritarum lineâ seu unionibus distincto diademate,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SANCTI — I. SANCTI in Graecorum Imperatorum nummis, quos videl. potiori cultu venerabantur. Non enim solum Christi, et Deiparae Virginis, sed et Sanctorum imaginibus monetam suam hi Augusti signârunt. Sic Isaacii Imperatoris binos nummos, ex gazophylacio… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έφιππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολύνθιος ιστοριογράφος (4ος αι. π.Χ.). Ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών. Ο Αρριανός αναφέρει ότι o Αλέξανδρος όρισε τον Έ. και τον Αισχύλο τον Ρόδιο επισκόπους, δηλαδή επόπτες των… …   Dictionary of Greek

  • κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… …   Dictionary of Greek

  • κυκώ — κυκῶ, άω, ποιητ. τ. κυκανῶ, άω (Α) 1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο (α. «τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ... ἐκύκα», Ομ. Οδ. β. «αἱ μὴ τί τ εἴπην γλώσσ ἐκύκα κακόν», Σαπφ. γ. «τοῡ θύμου τρίβων κυκῶμαι», Αριστοφ.) 2. αναταράσσω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»